- θεσμοφύλαξ
- (-ακος) ο страж закона
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεσμοφύλακας — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc acc pl θεσμοφύλακες guardian of the law masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφύλακες — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc nom/voc pl θεσμοφύλακες guardian of the law masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφύλακος — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφυλάκιον — θεσμοφυλάκιον, τὸ (Α) [θεσμοφύλαξ] το γραφείο τών θεσμοφυλάκων … Dictionary of Greek
θεσμοφυλακικός — θεσμοφυλακικός, ή, όν (Α) [θεσμοφύλαξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμοφύλακες … Dictionary of Greek
θεσμοφύλακας — ο (ΑΜ θεσμοφύλαξ, Α και βοιωτ. τ. τεθμοφούλαξ) ο φύλακας τών θεσμών, τών νόμων, ο νομοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + φύλαξ, κος] … Dictionary of Greek